- βαβούλα
- η , βά βούλα ς ο жук
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαβούλα — η κοινή ονομασία για οποιοδήποτε έντομο κάνει βόμβο όταν πετά … Dictionary of Greek
ζούζουρας — ο έντομο που παράγει βοή, κάθε έντομο που κάνει βόμβο όταν πετά, ο βάβουλας ή η βάβουλα, η χρυσόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ζου ζου (πρβλ. ζουζούνι) κατά τα βάβουρας, μπάμπουρας κ.τ.ό. ή για υποχωρητικό… … Dictionary of Greek
Βαβούλας, Ιωάννης — Ναυμάχος του 1821 από τη Χίο. Τον Μάιο του 1825 πήρε μέρος (με το πυρπολικό του Εμμανουήλ Μπούτη) στην πυρπόληση τουρκικής κορβέτας στον Καφηρέα. Συνέπραξε επίσης, τον Ιούνιο του 1827, στην πυρπόληση μιας κορβέτας στην Αλεξάνδρεια. Από το όνομά… … Dictionary of Greek